- ωροτρόφος
- -ον, Αμτφ. (για τον Ήλιο) αυτός που τρέφει τις ώρες, τις εποχές.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο-τρόφος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὡροτρόφε — ὡροτρόφος fostering the seasons masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡροτρόφοι — ὡροτρόφος fostering the seasons masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡροτρόφους — ὡροτρόφος fostering the seasons masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)